- παρασπασμός
- παρα-σπασμός, ὁ,A drawing sideways, [μήτρας] Placit.5.13.1, cf. Aët.16.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασπασμός — ὁ, Α [παρασπώ] πλάγια απόσπαση ή αφαίρεση … Dictionary of Greek
παρασπασμοί — παρασπασμός drawing sideways masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασπασμῶν — παρασπασμός drawing sideways masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασπασμόν — παρασπασμός drawing sideways masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράσπασις — άσεως, ἡ, Α [παρασπώ] 1. παρασπασμός* 2. έλξη, διασυρμός θύματος από θηρίο … Dictionary of Greek